παιχνιδιάρικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παιχνιδιάρικος η παιχνιδιάρικη το παιχνιδιάρικο
      γενική του παιχνιδιάρικου της παιχνιδιάρικης του παιχνιδιάρικου
    αιτιατική τον παιχνιδιάρικο την παιχνιδιάρικη το παιχνιδιάρικο
     κλητική παιχνιδιάρικε παιχνιδιάρικη παιχνιδιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παιχνιδιάρικοι οι παιχνιδιάρικες τα παιχνιδιάρικα
      γενική των παιχνιδιάρικων των παιχνιδιάρικων των παιχνιδιάρικων
    αιτιατική τους παιχνιδιάρικους τις παιχνιδιάρικες τα παιχνιδιάρικα
     κλητική παιχνιδιάρικοι παιχνιδιάρικες παιχνιδιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παιχνιδιάρικος < παιχνιδιάρης + -ικος

Επίθετο

παιχνιδιάρικος

  1. που γίνεται για παιχνίδι ή χαριεντισμό, με αστεία ή φιλική ή ερωτική διάθεση
    παιχνιδιάρικα υπονοούμενα

Συνώνυμα

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.