παίγνιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ παίγνιον τὰ παίγνι
      γενική τοῦ παιγνίου τῶν παιγνίων
      δοτική τῷ παιγνί τοῖς παιγνίοις
    αιτιατική τὸ παίγνιον τὰ παίγνι
     κλητική ! παίγνιον παίγνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παιγνίω
γεν-δοτ τοῖν  παιγνίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παίγνιον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

παίγνιον ουδέτερο

  • ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.