αστείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αστείο | τα | αστεία |
| γενική | του | αστείου | των | αστείων |
| αιτιατική | το | αστείο | τα | αστεία |
| κλητική | αστείο | αστεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αστείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀστεῖον < αρχαία ελληνική ἀστεῖον (ευφυολογία, εκλεπτυσμένο), τὰ ἀστεῖα (ευφυολογήματα) ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἀστεῖος και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική plaisanterie[1][2]
Ουσιαστικό
αστείο ουδέτερο
Συνώνυμα
Παράγωγα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αστείο
Πηγές
- αστείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αστείο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αναφορές
- αστείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αστείο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.