αθλοπαιδιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αθλοπαιδιά | οι | αθλοπαιδιές |
| γενική | της | αθλοπαιδιάς | των | αθλοπαιδιών |
| αιτιατική | την | αθλοπαιδιά | τις | αθλοπαιδιές |
| κλητική | αθλοπαιδιά | αθλοπαιδιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον πληθυντικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αθλοπαιδιά < αρχαία ελληνική ἆθλ(ον) αγώνισμα με βραβείο + -ο- + παιδιά (παιχνίδι -θηλυκό-).[1] - μαρτυρείται από το 1896, απόδοση για τη γαλλική disport (ξεγνοιασιά, διασκέδαση)[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.θlo.pe.ðiˈa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐θλο‐παι‐δι‐ά
Ουσιαστικό
αθλοπαιδιά θηλυκό, συνήθως στον πληθυντικό
Συνώνυμα
- (παιχνίδι)
Αναφορές
- αθλοπαιδιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «αθλοπαιδιές» στον πληθυντικό - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.