ψυχαγωγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψυχαγωγία | οι | ψυχαγωγίες |
| γενική | της | ψυχαγωγίας | των | ψυχαγωγιών |
| αιτιατική | την | ψυχαγωγία | τις | ψυχαγωγίες |
| κλητική | ψυχαγωγία | ψυχαγωγίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψυχαγωγία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψυχαγωγία < ψυχαγωγός (οδηγός των ψυχών των νεκρών) < ψυχή ψυχ- + ἀγωγός < ἄγω
Ουσιαστικό
ψυχαγωγία θηλυκό
- η ευχαρίστηση από μία δραστηριότητα που είναι κυρίως πνευματική ή ψυχική
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.