ματς

Νέα ελληνικά (el)

κορίτσια σε ποδοσφαιρικό ματς

Ετυμολογία

ματς < αγγλική match < μέση αγγλική macche < αγγλοσαξονικά mæcca < ġemæcca (σύντροφος, συμβία)

Ουσιαστικό

ματς ουδέτερο άκλιτο

  1. (αθλητισμός) (αθλητικός) αγώνας
  2. (μεταφορικά) (οικείο) καβγάς

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.