σπαζοκεφαλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπαζοκεφαλιά οι σπαζοκεφαλιές
      γενική της σπαζοκεφαλιάς των σπαζοκεφαλιών
    αιτιατική τη σπαζοκεφαλιά τις σπαζοκεφαλιές
     κλητική σπαζοκεφαλιά σπαζοκεφαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπαζοκεφαλιά < σπάζω + κεφάλι

Ουσιαστικό

σπαζοκεφαλιά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.