παρτίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παρτίδα | οι | παρτίδες |
| γενική | της | παρτίδας | των | παρτίδων |
| αιτιατική | την | παρτίδα | τις | παρτίδες |
| κλητική | παρτίδα | παρτίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρτίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παρτίδα < (άμεσο δάνειο) βενετική *partida [1] (ιταλική partita)
Προφορά
- ΔΦΑ : /paɾˈti.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παρ‐τί‐δα
Ουσιαστικό
παρτίδα θηλυκό
- μέρος ενός όλου, κομμάτι ενός συνόλου, που αποτελείται από αντικείμενα με κάποιο κοινό χαρακτηριστικό
- ↪ Οι τρεις τελευταίες παρτίδες από τα ανταλλακτικά που παραγγείλαμε είχαν όλες ελαττωματική συσκευασία.
- (παιχνίδι) φιλική αντιμετώπιση αντιπάλων, κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού
- ↪ παίζαμε μια παρτίδα τάβλι
- (συνήθως στον πληθυντικό) συναλλαγή, δοσοληψία, αλισβερίσι
- ↪ έχει παρτίδες με τη μαφία
- ↪ Δε θέλω να έχω καμιά παρτίδα μαζί του πλέον.
Εκφράσεις
- έχω παρτίδες
- φόρα παρτίδα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- παρτίδα < (άμεσο δάνειο) βενετική *partida (ιταλική partita) [1] < μεσαιωνική λατινική partida, μετοχή για τη λατινική partio
Ουσιαστικό
παρτίδα θηλυκό
- μέρος ενός όλου, κομμάτι ενός συνόλου (όπως, τμήμα αγρού)
- έκφραση: παρτίδα περ παρτίδα
- μερτικό, μερίδιο
- συμμετοχή
- (στον πληθυντικό παρτίδες) σχέσεις, δοσοληψίες
Συγγενικά
- παρτίδο
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- σελ.214, σελ.215, Τόμος 15Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.