αναμέτρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναμέτρηση οι αναμετρήσεις
      γενική της αναμέτρησης* των αναμετρήσεων
    αιτιατική την αναμέτρηση τις αναμετρήσεις
     κλητική αναμέτρηση αναμετρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναμετρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναμέτρηση < αναμετρώ < ανά + μετρέω

Ουσιαστικό

αναμέτρηση θηλυκό

  1. η διαδικασία με την οποία κάποιος μετρά τις δυνάμεις του στην πράξη, αντιπαρατάσσοντάς τες στις αντίστοιχες δυνάμεις κάποιου άλλου, με πόλεμο, φραστική διαμάχη, αγώνα ομάδων (π.χ. στο ποδόσφαιρο) ή ατόμων με στόχο μια προσωπική νίκη επί του άλλου
    στρατιωτική αναμέτρηση (πόλεμος)
    πολιτική αναμέτρηση (εκλογές ή δημοσκόπηση ή μάχη εντυπώσεων έναντι άλλου κόμματος ή έναντι ανιπάλου μέσα στο ίδιο το κόμμα)
    κοινωνική αναμέτρηση (απεργίες και διαδηλώσεις έναντι κυβερνητικών μέτρων)
    "Αναμετρήθηκαν για τα μάτια της Ελένης, όμως εκείνη προτίμησε τον Κώστα κι ας ήταν αυτός που κατέληξε στο νοσοκομείο"
    αναμέτρηση στα καλλιστεία ανέδειξε ως Σταρ Ελλάς την Πόπη Ποπηκοπάκου"
  2. το ξαναμέτρημα, το προσεκτικό στάθμισμα διάφορων παραμέτρων

αναμετριέμαι

Συνώνυμα

Αντώνυμα

ειρηνική, ψύχραιμη και πολιτισμένη επίλυση διακρατικής, κοινωνικής ή προσωπικής διαφοράς

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.