παιχνιδούπολη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παιχνιδούπολη | οι | παιχνιδουπόλεις |
| γενική | της | παιχνιδούπολης | των | παιχνιδουπόλεων |
| αιτιατική | την | παιχνιδούπολη | τις | παιχνιδουπόλεις |
| κλητική | παιχνιδούπολη | παιχνιδουπόλεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
παιχνιδούπολη θηλυκό
- χώρος, υπαίθριος ή κλειστός, εξοπλισμένος κατάλληλα για να στεγάσει διάφορες δραστηριότητες για παιδιά
- ※ Στο Zάππειο, στη «γειτονιά των παιδιών» θα στηθεί ένα διαφορετικό σκηνικό, με μια μεγάλη παιχνιδούπολη. Από μια τεράστια χριστουγεννιάτικη κάλτσα θα ξεπετάγεται το «εργαστήρι των δώρων», όπου τα παιδιά, μαζί με τους εκπαιδευτές, θα κατασκευάζουν κεριά και χριστουγεννιάτικα στολίδια από μπαχαρικά και μπαλόνια. Δίπλα θα βρίσκεται μια χιονοτσουλήθρα με πραγματικό χιόνι. (Εφημερίδα Καθημερινή, 5 Δεκεμβρίου 2006)
Μεταφράσεις
παιχνιδούπολη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.