jeu

Γαλλικά (fr)

ενικός πληθυντικός
jeu jeux

Ετυμολογία

jeu < giu < λατινική jocus

Προφορά

 

Ουσιαστικό

jeu (fr) αρσενικό

Σύνθετα

  • jeu-concours

Συγγενικά



Παλαιά γαλλικά (fro)

Ουσιαστικό

jeu (και ju, giu, gieu) αρσενικό

  1. παιχνίδι
  2. ποιητικός διάλογος, στο θέατρο
     συνώνυμα: jeu parti

Αντωνυμία

jeu

  • εγώ
     δείτε τη λέξη jo
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.