διασκέδαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διασκέδαση οι διασκεδάσεις
      γενική της διασκέδασης* των διασκεδάσεων
    αιτιατική τη διασκέδαση τις διασκεδάσεις
     κλητική διασκέδαση διασκεδάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασκεδάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διασκέδαση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή

Προφορά

ΔΦΑ : /ðʝaˈsce.ða.si/ & /ði̯aˈsce.ða.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διασκέδαση

Ουσιαστικό

διασκέδαση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διασκεδάζω
  2. (σπάνιο, λόγιο) διασκόρπιση, διάλυση

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.