άθυρμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | άθυρμα | τα | αθύρματα |
| γενική | του | αθύρματος | των | αθυρμάτων |
| αιτιατική | το | άθυρμα | τα | αθύρματα |
| κλητική | άθυρμα | αθύρματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
Ένα αλογάκι, άθυρμα για παιδιά (Αρχαιολογικό μουσείο Κεραμεικού)
Ετυμολογία
- άθυρμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄθυρμα < ἀθύρω + -μα
Ουσιαστικό
άθυρμα ουδέτερο
- (αρχαιολογία) το παιχνίδι στα αρχαία ελληνικά: ἄθυρμα
- ※ Ζωόμορφο άθυρμα. […] Πήλινο ειδώλιο σε μορφή χοίρου, που προφανώς χρησίμευε και ως κουδουνίστρα, αφού στο κοίλο εσωτερικό του υπάρχουν μικρές πέτρες ή σπόροι. Πρόκειται για συνήθη τύπο παιδικού παιχνιδιού που πιθανότατα παρήχθη σε εργαστήριο της Σαλαμίνας
- από την περιγραφή του υπ. αριθμ. Ζ0602 εκθέματος της συλλογής του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης· πρόσβαση: 2020-06-11
- ※ Ζωόμορφο άθυρμα. […] Πήλινο ειδώλιο σε μορφή χοίρου, που προφανώς χρησίμευε και ως κουδουνίστρα, αφού στο κοίλο εσωτερικό του υπάρχουν μικρές πέτρες ή σπόροι. Πρόκειται για συνήθη τύπο παιδικού παιχνιδιού που πιθανότατα παρήχθη σε εργαστήριο της Σαλαμίνας
- (μεταφορικά, μειωτικό) ο άνθρωπος που δεν έχει πρωτοβουλία, που είναι άβουλος, που είναι παίγνιο άλλου προσώπου ή καταστάσεων
Συγγενικά
Μεταφράσεις
άθυρμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.