κλητός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλητός η κλητή το κλητό
      γενική του κλητού της κλητής του κλητού
    αιτιατική τον κλητό την κλητή το κλητό
     κλητική κλητέ κλητή κλητό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλητοί οι κλητές τα κλητά
      γενική των κλητών των κλητών των κλητών
    αιτιατική τους κλητούς τις κλητές τα κλητά
     κλητική κλητοί κλητές κλητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κλητός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κλητός < καλέω / καλῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /kliˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλητός

Επίθετο

κλητός, -ή, -ό

Εκφράσεις

Συγγενικά

για θέμα κλη- και καλ-  δείτε τη λέξη καλώ για θέμα κλη-σ-  δείτε τη λέξη κλήση με θέμα κλη-τ-

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κλητός κλητή τὸ κλητόν
      γενική τοῦ κλητοῦ τῆς κλητῆς τοῦ κλητοῦ
      δοτική τῷ κλητ τῇ κλητ τῷ κλητ
    αιτιατική τὸν κλητόν τὴν κλητήν τὸ κλητόν
     κλητική ! κλητέ κλητή κλητόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κλητοί αἱ κληταί τὰ κλητᾰ́
      γενική τῶν κλητῶν τῶν κλητῶν τῶν κλητῶν
      δοτική τοῖς κλητοῖς ταῖς κληταῖς τοῖς κλητοῖς
    αιτιατική τοὺς κλητούς τὰς κλητᾱ́ς τὰ κλητᾰ́
     κλητική ! κλητοί κληταί κλητᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κλητώ τὼ κλητᾱ́ τὼ κλητώ
      γεν-δοτ τοῖν κλητοῖν τοῖν κληταῖν τοῖν κλητοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κλητός (ρηματικό επίθετο) < θέμα κλη- ( < καλέω / καλῶ) + -τός

Επίθετο

κλητός, -ή, -όν

  1. προσκεκλημένος, καλεσμένος
  2. ευπρόσδεκτος
  3. επίλεκτος, εκλεκτός

Συγγενικά

με θέμα κλη- και κλα-  δείτε τη λέξη καλέω
με θέμα κλη-σ-  δείτε τη λέξη κλῆσις
με θέμα κλη-τ-

  • ἀκλητί
  • ἄκλητος
  • ἀμετάκλητος
  • ἀνακλητέον
  • ἀνακλητήρια (ουδέτερο, πληθυντικός)
  • ἀνακλητικός
  • ἀνάκλητος,
  • ἀνέγκλητος
  • ἀνεπίκλητος
  • ἀντισύγκλητος
  • ἀπαράκλητος
  • ἀπόκλητος
  • ἀπρόσκλητος
  • αὐτόκλητος
  • δειπνοκλήτωρ
  • δυσανάκλητος
  • δύσκλητος
  • δυσμετάκλητος
  • δυσπαράκλητος
  • ἐγκλητέος
  • ἔγκλητος
  • ἐκκλητεύσιμος
  • ἐκκλητεύω
  • ἐκκλητής
  • ἐκκλητικός
  • ἔκκλητος
  • ἐπείσκλητος
  • ἐπίκλητος
  • ἔσκλητος
  • εὐανάκλητος
  • εὐπαράκλητος
  • θεόκλητος
  • κατακλητικός
  • κατάκλητος
  • κλητέος
  • κλητεύω
  • κλητήρ
  • κλητικός
  • κλητροί
  • κλητρόν
  • κλήτωρ
  • μετακλητέος
  • μετάκλητος
  • ὁμόκλητος
  • ὀνομακλήτωρ
  • ὀνοματοκλήτωρ
  • παρακλητέος
  • παρακλητεύω
  • παρακλητικός
  • παράκλητος
  • παρακλήτρια
  • παρακλήτωρ
  • πολύκλητος
  • προκλητέον
  • προκλητής
  • προκλητικός
  • πρόκλητος
  • προσκλητικός
  • πρόσκλητος
  • συγκλητικός
  • σύγκλητος
  • τηλεκλητός
  • ψευδοκλητεία
  • ψευδοκλητήρ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.