απρόκλητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απρόκλητος | η | απρόκλητη | το | απρόκλητο |
| γενική | του | απρόκλητου | της | απρόκλητης | του | απρόκλητου |
| αιτιατική | τον | απρόκλητο | την | απρόκλητη | το | απρόκλητο |
| κλητική | απρόκλητε | απρόκλητη | απρόκλητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απρόκλητοι | οι | απρόκλητες | τα | απρόκλητα |
| γενική | των | απρόκλητων | των | απρόκλητων | των | απρόκλητων |
| αιτιατική | τους | απρόκλητους | τις | απρόκλητες | τα | απρόκλητα |
| κλητική | απρόκλητοι | απρόκλητες | απρόκλητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απρόκλητος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀπρόκλητος [1] ἀ- (α-) στερητικό + (προκαλώ) θέμα παθητικού αορίστου προκλη- + -τος [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpɾo.kli.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πρό‐κλη‐τος
Επίθετο
απρόκλητος, -η, -ο
- που δεν τον προκάλεσε κάποιος ή κάτι, που ενήργησε δίχως αιτία ή αφορμή, που σημειώθηκε χωρίς πρόκληση
- ↪ απρόκλητη επίθεση
- ↪ μου επιτέθηκε απρόκλητος
Συνώνυμα
Αναφορές
- απρόκλητος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- απρόκλητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.