επίλεκτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επίλεκτος η επίλεκτη το επίλεκτο
      γενική του επίλεκτου της επίλεκτης του επίλεκτου
    αιτιατική τον επίλεκτο την επίλεκτη το επίλεκτο
     κλητική επίλεκτε επίλεκτη επίλεκτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επίλεκτοι οι επίλεκτες τα επίλεκτα
      γενική των επίλεκτων των επίλεκτων των επίλεκτων
    αιτιατική τους επίλεκτους τις επίλεκτες τα επίλεκτα
     κλητική επίλεκτοι επίλεκτες επίλεκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επίλεκτος < αρχαία ελληνική ἐπίλεκτος < ἐπιλέγω

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpi.le.ktos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /eˈpi.le.kti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /eˈpi.le.kto/ ουδέτερο

Επίθετο

επίλεκτος

  1. που έχει επιλεγεί χάρη σε κάποια ικανότητα που διαθέτει
  2. που ξεχωρίζει

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.