ἀπόκλητος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀπόκλητος | τὸ ἀπόκλητον | οἱ, αἱ ἀπόκλητοι | τὰ ἀπόκλητα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἀποκλήτου | τοῦ ἀποκλήτου | τῶν ἀποκλήτων | τῶν ἀποκλήτων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἀποκλήτῳ | τῷ ἀποκλήτῳ | τοῖς, ταῖς ἀποκλήτοις | τοῖς ἀποκλήτοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀπόκλητον | τὸ ἀπόκλητον | τοὺς, τὰς ἀποκλήτους | τὰ ἀπόκλητα |
| Κλητική | ἀπόκλητε | ἀπόκλητον | ἀπόκλητοι | ἀπόκλητα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀποκλήτω | |||
| Γενική-Δοτική | ἀποκλήτοιν | |||
Ετυμολογία
- ἀπόκλητος < ἀποκαλέω < καλέω
Επίθετο
ἀπόκλητος, -ος, -ον
- που τον έχουν καλέσει ή τον καλούν
- που έχει εκλεγεί
- εκλεκτός
- (ουσιαστικοποιημένο) Ἀπόκλητοι: μέλη του εκλεκτού συνεδρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.