κλητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλητικός η κλητική το κλητικό
      γενική του κλητικού της κλητικής του κλητικού
    αιτιατική τον κλητικό την κλητική το κλητικό
     κλητική κλητικέ κλητική κλητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλητικοί οι κλητικές τα κλητικά
      γενική των κλητικών των κλητικών των κλητικών
    αιτιατική τους κλητικούς τις κλητικές τα κλητικά
     κλητική κλητικοί κλητικές κλητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κλητικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλητικός < αρχαία ελληνική καλέω / καλῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /kli.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλητικός
ομόηχο: κλιτικός

Επίθετο

κλητικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την κλήση, την προσαγόρευση ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο)  δείτε τη λέξη κλητική

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη καλώ

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

(ελληνιστική κοινή) ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.