ανακλητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανακλητικός | η | ανακλητική | το | ανακλητικό |
| γενική | του | ανακλητικού | της | ανακλητικής | του | ανακλητικού |
| αιτιατική | τον | ανακλητικό | την | ανακλητική | το | ανακλητικό |
| κλητική | ανακλητικέ | ανακλητική | ανακλητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανακλητικοί | οι | ανακλητικές | τα | ανακλητικά |
| γενική | των | ανακλητικών | των | ανακλητικών | των | ανακλητικών |
| αιτιατική | τους | ανακλητικούς | τις | ανακλητικές | τα | ανακλητικά |
| κλητική | ανακλητικοί | ανακλητικές | ανακλητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανακλητικός < (ελληνιστική κοινή) ἀνακλητικός
Επίθετο
ανακλητικός
- που συμβάλλει στην ανάκληση, που είναι απαραίτητος για να ανακληθεί κάτι
- ανακλητικό διάταγμα (που ακυρώνει άλλο, προηγούμενο διάταγμα)
- τροποποιητική και ανακλητική δήλωση του Ε9 (που ουσιαστικά ακυρώνει, ανακαλεί προηγούμενη δήλωση προς την εφορία)
- ανακλητική απόφαση (φορέα, υπουργείου κ.α. που ανακαλεί προηγούμενη σχετική απόφαση)
Μεταφράσεις
ανακλητικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.