κλητήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κλητήρας | οι | κλητήρες |
| γενική | του | κλητήρα | των | κλητήρων |
| αιτιατική | τον | κλητήρα | τους | κλητήρες |
| κλητική | κλητήρα | κλητήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλητήρας < αρχαία ελληνική κλητήρ
Προφορά
- ΔΦΑ : /kliˈti.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλη‐τή‐ρας
Ουσιαστικό
κλητήρας αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) εκείνος ο οποίος μοιράζει διάφορα έγγραφα.
- ※ Σβυσμένο γκάζι, ἐρημιὰ καὶ λάκκος ἀνοιγμένος, / δελτίον ἀστυνομικὸν, κλητῆρας κοιμισμένος. (Γεώργιος Σουρής, Αθήνα, 1883)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.