μετακλητός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετακλητός η μετακλητή το μετακλητό
      γενική του μετακλητού της μετακλητής του μετακλητού
    αιτιατική τον μετακλητό τη μετακλητή το μετακλητό
     κλητική μετακλητέ μετακλητή μετακλητό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετακλητοί οι μετακλητές τα μετακλητά
      γενική των μετακλητών των μετακλητών των μετακλητών
    αιτιατική τους μετακλητούς τις μετακλητές τα μετακλητά
     κλητική μετακλητοί μετακλητές μετακλητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μετακλητός < μετακαλώ + -τός

Επίθετο

μετακλητός, -ή, -ό

  1. που έχει μετακληθεί ή μπορεί να μετακληθεί
  2. (ειδικότερα) που καλείται λόγω εξειδίκευσης ή επιστημονικής κατάρτισης να προσφέρει είτε την τέχνη του είτε τις επιστημονικές του γνώσεις.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.