μετακλητός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μετακλητός | η | μετακλητή | το | μετακλητό |
| γενική | του | μετακλητού | της | μετακλητής | του | μετακλητού |
| αιτιατική | τον | μετακλητό | τη | μετακλητή | το | μετακλητό |
| κλητική | μετακλητέ | μετακλητή | μετακλητό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μετακλητοί | οι | μετακλητές | τα | μετακλητά |
| γενική | των | μετακλητών | των | μετακλητών | των | μετακλητών |
| αιτιατική | τους | μετακλητούς | τις | μετακλητές | τα | μετακλητά |
| κλητική | μετακλητοί | μετακλητές | μετακλητά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μετακλητός, -ή, -ό
- που έχει μετακληθεί ή μπορεί να μετακληθεί
- (ειδικότερα) που καλείται λόγω εξειδίκευσης ή επιστημονικής κατάρτισης να προσφέρει είτε την τέχνη του είτε τις επιστημονικές του γνώσεις.
Μεταφράσεις
μετακλητός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.