προσκλητήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προσκλητήριο τα προσκλητήρια
      γενική του προσκλητηρίου
& προσκλητήριου
των προσκλητηρίων
    αιτιατική το προσκλητήριο τα προσκλητήρια
     κλητική προσκλητήριο προσκλητήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσκλητήριο < πρόσκληση + -τήριο (1.(μεταφραστικό δάνειο) γαλλική billet d' invitation· 2. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική appel)

Ουσιαστικό

προσκλητήριο ουδέτερο

  1. η επίσημη πρόσκληση (για γάμο, βαφτίσια κ.λπ.) τυπωμένη συνήθως σε χαρτί
  2. (στρατιωτικός όρος) η πρόσκληση σύνταξης και καταμέτρησης των στρατιωτών
  3. (μεταφορικά) η (άτυπη) πρόσκληση για συμμετοχή σε κοινή (εθνική, κοινωνική κ.λπ.) προσπάθεια

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.