προσκλητήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | προσκλητήριο | τα | προσκλητήρια |
| γενική | του | προσκλητηρίου & προσκλητήριου |
των | προσκλητηρίων |
| αιτιατική | το | προσκλητήριο | τα | προσκλητήρια |
| κλητική | προσκλητήριο | προσκλητήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσκλητήριο < πρόσκληση + -τήριο (1.(μεταφραστικό δάνειο) γαλλική billet d' invitation· 2. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική appel)
Ουσιαστικό
προσκλητήριο ουδέτερο
Πολυλεκτικοί όροι
- προσκλητήριο νεκρών: ειδική τελετή κατά την οποία εκφωνούνται τα ονόματα νεκρών ηρωικώς πεσόντων
- προσκλητήρι (ιδιωματικό)
Μεταφράσεις
τυπωμένη, επίσημη πρόσκληση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.