σύγκλητος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σύγκλητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύγκλητος (επίθετο, εννοείται βουλή: μετά από πρόσκληση) < συγκαλέω / συγκαλῶ < σύν (σύγ-) + καλέω / καλῶ
- για τη σύγκλητο πανεπιστημίων < σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Senat
- για τη ρωμαϊκή σύγκλητο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σύγκλητος, σημασιολογικό δάνειο από τη λατινική senatus [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsiŋ.ɡli.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐γκλη‐τος
- παλιότερος συλλαβισμός : σύγ‐κλη‐τος
Ουσιαστικό
σύγκλητος θηλυκό
- (εκπαίδευση) το ανώτερο διοικητικό όργανο ενός πανεπιστημίου
- (ιστορία, πολιτική) πολιτικός θεσμός της αρχαίας Ρώμης
Συγγενικά
-
σύγκλητος στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- σύγκλητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | σύγκλητος | τὸ | σύγκλητον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | συγκλήτου | τοῦ | συγκλήτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | συγκλήτῳ | τῷ | συγκλήτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | σύγκλητον | τὸ | σύγκλητον | ||
| κλητική ὦ! | σύγκλητε | σύγκλητον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | σύγκλητοι | τὰ | σύγκλητᾰ | ||
| γενική | τῶν | συγκλήτων | τῶν | συγκλήτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | συγκλήτοις | τοῖς | συγκλήτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | συγκλήτους | τὰ | σύγκλητᾰ | ||
| κλητική ὦ! | σύγκλητοι | σύγκλητᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συγκλήτω | τὼ | συγκλήτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | συγκλήτοιν | τοῖν | συγκλήτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- σύγκλητος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύγκλητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.