κλητήριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κλητήριος | η | κλητήρια & κλητήριος |
το | κλητήριο |
| γενική | του | κλητήριου & κλητηρίου |
της | κλητήριας & κλητηρίου |
του | κλητήριου & κλητηρίου |
| αιτιατική | τον | κλητήριο | την | κλητήρια & κλητήριο |
το | κλητήριο |
| κλητική | κλητήριε | κλητήρια & κλητήριε |
κλητήριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κλητήριοι | οι | κλητήριες & κλητήριοι |
τα | κλητήρια |
| γενική | των | κλητήριων & κλητηρίων |
των | κλητήριων & κλητηρίων |
των | κλητήριων & κλητηρίων |
| αιτιατική | τους | κλητήριους & κλητηρίους |
τις | κλητήριες & κλητηρίους |
τα | κλητήρια |
| κλητική | κλητήριοι | κλητήριες & κλητήριοι |
κλητήρια | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κλητήριος < κλητρήρ(ας) + -ιος
Προφορά
- ΔΦΑ : /kliˈti.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλη‐τή‐ρι‐ος
- κλητήριο θέσπισμα (νομικός όρος)
- κλητήριο επίκριμα (νομικός όρος)
Μεταφράσεις
κλητήριος
|
|
Πηγές
- κλητήριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.