ανακλητήριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανακλητήριος η ανακλητήρια το ανακλητήριο
      γενική του ανακλητήριου της ανακλητήριας του ανακλητήριου
    αιτιατική τον ανακλητήριο την ανακλητήρια το ανακλητήριο
     κλητική ανακλητήριε ανακλητήρια ανακλητήριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανακλητήριοι οι ανακλητήριες τα ανακλητήρια
      γενική των ανακλητήριων των ανακλητήριων των ανακλητήριων
    αιτιατική τους ανακλητήριους τις ανακλητήριες τα ανακλητήρια
     κλητική ανακλητήριοι ανακλητήριες ανακλητήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανακλητήριος < ανακαλώ, ανακλη- + -τήριος [1] Δείτε και το αρχαίο ἀνακλητήρια (πληθυντικός) [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.kliˈti.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανακλητήριος

Επίθετο

ανακλητήριος, -α, -ο

  1. ο σχετικός με την ανάκληση, αυτός με τον οποίο μπορεί να ανακληθεί κάποιος ή κάτι
    ανακλητήρια έγγραφα (με τα οποία ανακαλούνται οι διπλωματικοί υπάλληλοι όταν επέρχεται ρήξη στις σχέσεις δύο κρατών)
    ανακλητήριο σήμα (παρωχημένο, παλιό ναυτικό σήμα με σημαία, που διέταζε ανάκληση]
  2. στον πληθυντικό τα ανακλητήρια (ως ουσιαστικό) ήταν τελετή ενηλικίωσης των Αιγυπτίων και Περσών βασιλέων στους ελληνιστικούς χρόνους

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.