προκλητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προκλητικός | η | προκλητική | το | προκλητικό |
| γενική | του | προκλητικού | της | προκλητικής | του | προκλητικού |
| αιτιατική | τον | προκλητικό | την | προκλητική | το | προκλητικό |
| κλητική | προκλητικέ | προκλητική | προκλητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προκλητικοί | οι | προκλητικές | τα | προκλητικά |
| γενική | των | προκλητικών | των | προκλητικών | των | προκλητικών |
| αιτιατική | τους | προκλητικούς | τις | προκλητικές | τα | προκλητικά |
| κλητική | προκλητικοί | προκλητικές | προκλητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προκλητικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προκλητικός (< αρχαία ελληνική προκαλέω). Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + κλητικός.
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.kli.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐κλη‐τι‐κός
- ομόηχο: προκλιτικός
Επίθετο
προκλητικός, -ή, -ό
- επιθετικός απέναντι σε κάποιον με σκοπό τη δημιουργία διαμάχης
- ↪ προκλητικές βρισιές και χειρονομίες
- που δημιουργεί αρνητικές εντυπώσεις
- ↪ προκλητική επίδειξη πλούτου
- που προσπαθεί να ερεθίσει σεξουαλικά
- ↪ προκλητικό ντύσιμο
Μεταφράσεις
προκλητικός
Πηγές
- προκλητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προκλητικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | προκλητικός | ἡ | προκλητική | τὸ | προκλητικόν |
| γενική | τοῦ | προκλητικοῦ | τῆς | προκλητικῆς | τοῦ | προκλητικοῦ |
| δοτική | τῷ | προκλητικῷ | τῇ | προκλητικῇ | τῷ | προκλητικῷ |
| αιτιατική | τὸν | προκλητικόν | τὴν | προκλητικήν | τὸ | προκλητικόν |
| κλητική ὦ! | προκλητικέ | προκλητική | προκλητικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | προκλητικοί | αἱ | προκλητικαί | τὰ | προκλητικᾰ́ |
| γενική | τῶν | προκλητικῶν | τῶν | προκλητικῶν | τῶν | προκλητικῶν |
| δοτική | τοῖς | προκλητικοῖς | ταῖς | προκλητικαῖς | τοῖς | προκλητικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | προκλητικούς | τὰς | προκλητικᾱ́ς | τὰ | προκλητικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | προκλητικοί | προκλητικαί | προκλητικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προκλητικώ | τὼ | προκλητικᾱ́ | τὼ | προκλητικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | προκλητικοῖν | τοῖν | προκλητικαῖν | τοῖν | προκλητικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προκλητικός < προκλη- (< αρχαία ελληνική προκαλέω) + -τικός
- προσκλητικός
Πηγές
- προκλητικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προκλητικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.