ἔκκλητος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἔκκλητος τὸ ἔκκλητον οἱ, αἱ ἔκκλητοι τὰ ἔκκλητα
Γενική τοῦ, τῆς ἐκκλήτου τοῦ ἐκκλήτου τῶν ἐκκλήτων τῶν ἐκκλήτων
Δοτική τῷ, τῇ ἐκκλήτῳ τῷ ἐκκλήτῳ τοῖς, ταῖς ἐκκλήτοις τοῖς ἐκκλήτοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἔκκλητον τὸ ἔκκλητον τοὺς, τὰς ἐκκλήτους τὰ ἔκκλητα
Κλητική ἔκκλητε ἔκκλητον ἔκκλητοι ἔκκλητα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐκκλήτω
Γενική-Δοτική ἐκκλήτοιν

Ετυμολογία

ἔκκλητος < ἐκκαλέω / ἐκκαλῶ < ἐκ + καλέω / καλῶ

Επίθετο

ἔκκλητος

  1. καλεσμένος
  2. επιλεγμένος
  3. (νομικός όρος) έκκλητος, εφέσιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.