ἔκκλητος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἔκκλητος | τὸ ἔκκλητον | οἱ, αἱ ἔκκλητοι | τὰ ἔκκλητα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἐκκλήτου | τοῦ ἐκκλήτου | τῶν ἐκκλήτων | τῶν ἐκκλήτων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἐκκλήτῳ | τῷ ἐκκλήτῳ | τοῖς, ταῖς ἐκκλήτοις | τοῖς ἐκκλήτοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἔκκλητον | τὸ ἔκκλητον | τοὺς, τὰς ἐκκλήτους | τὰ ἔκκλητα |
| Κλητική | ἔκκλητε | ἔκκλητον | ἔκκλητοι | ἔκκλητα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐκκλήτω | |||
| Γενική-Δοτική | ἐκκλήτοιν | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.