κλήση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κλήση | οι | κλήσεις |
| γενική | της | κλήσης* | των | κλήσεων |
| αιτιατική | την | κλήση | τις | κλήσεις |
| κλητική | κλήση | κλήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κλήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλήση < αρχαία ελληνική κλῆσις
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkli.si/
Ουσιαστικό
κλήση θηλυκό
- η πράξη του καλώ
- το έγγραφο που λαμβάνει κάποιος από κάποια αρχή ή δημόσια υπηρεσία, ώστε να προσέλθει σε αυτήν
- (ειδικότερα) το νομικό έγγραφο με το οποίο καλούνται, μια συγκεκριμένη μέρα και ώρα, ενώπιον του δικαστηρίου ή του ανακριτή, οι μάρτυρες για κατάθεση ή οι κατηγορούμενοι για απολογία ή για δίκη
- (ειδικότερα) το έγγραφο της τροχαίας που λαμβάνει κάποιος, όταν έχει παραβεί κάποιον κανόνα οδικής κυκλοφορίας, με το οποίο καλείται να καταβάλει ένα πρόστιμο
- το ηχητικό ή φωτεινό σήμα μιας συσκευής επικοινωνίας που ενημερώνει τον χρήστη ή το χειριστή του να απαντήσει
- (συνεκδοχικά) το μήνυμα που μεταβιβάζεται σε κάποια υπηρεσία ή αρχή, προκειμένου να επέμβει ή να βοηθήσει
- (προγραμματισμός) η εντολή σε πρόγραμμα που καλεί για εκτέλεση ένα υποπρόγραμμα (ή συνάρτηση), διαβιβάζει σε αυτό τις πραγματικές παραμέτρους και αναλαμβάνει την εκτέλεσή του η κεντρική μονάδα επεξεργασίας
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
κλήση
το έγγραφο της τροχαίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.