αντίκλητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αντίκλητος | οι | αντίκλητοι |
| γενική | του | αντίκλητου & αντικλήτου |
των | αντίκλητων & αντικλήτων |
| αιτιατική | τον | αντίκλητο | τους | αντίκλητους & αντικλήτους |
| κλητική | αντίκλητε | αντίκλητοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αντίκλητος αρσενικό
- (νομικός όρος) πληρεξούσιος που έχει εξουσιοδοτηθεί να εκπροσωπεί ή να αναπληρώνει κάποιον σε νομικές υποθέσεις
Πηγές
- αντίκλητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.