εγκλητήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εγκλητήριο | τα | εγκλητήρια |
| γενική | του | εγκλητηρίου & εγκλητήριου |
των | εγκλητηρίων |
| αιτιατική | το | εγκλητήριο | τα | εγκλητήρια |
| κλητική | εγκλητήριο | εγκλητήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εγκλητήριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εγκλητήριος < έγκληση < εγκαλώ
Ουσιαστικό
εγκλητήριο ουδέτερο
- (νομικός όρος) νομικό έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η κατηγορία που αποδίδεται σε κατηγορούμενο πριν από δίκη
Μεταφράσεις
εγκλητήριο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.