ανακλητός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανακλητός | η | ανακλητή | το | ανακλητό |
| γενική | του | ανακλητού | της | ανακλητής | του | ανακλητού |
| αιτιατική | τον | ανακλητό | την | ανακλητή | το | ανακλητό |
| κλητική | ανακλητέ | ανακλητή | ανακλητό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανακλητοί | οι | ανακλητές | τα | ανακλητά |
| γενική | των | ανακλητών | των | ανακλητών | των | ανακλητών |
| αιτιατική | τους | ανακλητούς | τις | ανακλητές | τα | ανακλητά |
| κλητική | ανακλητοί | ανακλητές | ανακλητά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ανακλητός, -ή, -ό
(γενικότερα) η επαναφορά στην προτεραία κατάσταση «ανακλητός πρέσβυς», αυτός που κλήθηκε να εγκαταλείψει τα καθήκοντά του και να επιστρέψει στη χώρα του.
Μεταφράσεις
ανακλητός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.