ανακλητός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανακλητός η ανακλητή το ανακλητό
      γενική του ανακλητού της ανακλητής του ανακλητού
    αιτιατική τον ανακλητό την ανακλητή το ανακλητό
     κλητική ανακλητέ ανακλητή ανακλητό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανακλητοί οι ανακλητές τα ανακλητά
      γενική των ανακλητών των ανακλητών των ανακλητών
    αιτιατική τους ανακλητούς τις ανακλητές τα ανακλητά
     κλητική ανακλητοί ανακλητές ανακλητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανακλητός < ανακαλώ + -τός

Επίθετο

ανακλητός, -ή, -ό

(γενικότερα) η επαναφορά στην προτεραία κατάσταση «ανακλητός πρέσβυς», αυτός που κλήθηκε να εγκαταλείψει τα καθήκοντά του και να επιστρέψει στη χώρα του.

  1. που μπορεί να ανακληθεί
    η διοίκησή του να ελέγχεται από εκλεγμένους και ανακλητούς αντιπροσώπους των εργαζομένων (από την εφημερίδα ΑΥΓΗ, 4-4-2010)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.