αὐτόκλητος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ αὐτόκλητος τὸ αὐτόκλητον οἱ, αἱ αὐτόκλητοι τὰ αὐτόκλητα
Γενική τοῦ, τῆς αὐτοκλήτου τοῦ αὐτοκλήτου τῶν αὐτοκλήτων τῶν αὐτοκλήτων
Δοτική τῷ, τῇ αὐτοκλήτῳ τῷ αὐτοκλήτῳ τοῖς, ταῖς αὐτοκλήτοις τοῖς αὐτοκλήτοις
Αιτιατική τὸν, τὴν αὐτόκλητον τὸ αὐτόκλητον τοὺς, τὰς αὐτοκλήτους τὰ αὐτόκλητα
Κλητική αὐτόκλητε αὐτόκλητον αὐτόκλητοι αὐτόκλητα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική αὐτοκλήτω
Γενική-Δοτική αὐτοκλήτοιν

Ετυμολογία

αὐτόκλητος < αὐτός και καλέω

Επίθετο

αὐτόκλητος

  • ο απρόσκλητος, που πηγαίνει κάπου χωρίς να τον έχουν καλέσει ή που δεν χρειάζεται να τον καλέσουν γιατί είναι αυτονόητη η παρουσία του
αὐτόκλητοι ἐπίκουροι (: οι φυσικοί σύμμαχοι, οι γονείς για τα παιδιά τους)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.