απροσκάλεστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απροσκάλεστος η απροσκάλεστη το απροσκάλεστο
      γενική του απροσκάλεστου της απροσκάλεστης του απροσκάλεστου
    αιτιατική τον απροσκάλεστο την απροσκάλεστη το απροσκάλεστο
     κλητική απροσκάλεστε απροσκάλεστη απροσκάλεστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απροσκάλεστοι οι απροσκάλεστες τα απροσκάλεστα
      γενική των απροσκάλεστων των απροσκάλεστων των απροσκάλεστων
    αιτιατική τους απροσκάλεστους τις απροσκάλεστες τα απροσκάλεστα
     κλητική απροσκάλεστοι απροσκάλεστες απροσκάλεστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απροσκάλεστος < α- στερητικό + προσκαλώ (από το αοριστικό θέμα: προσκάλεσ-α) + -τος (κατάληξη ρηματικού επιθέτου)

Επίθετο

απροσκάλεστος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.