κλῆσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κλῆσῐς | αἱ | κλήσεις |
| γενική | τῆς | κλήσεως | τῶν | κλήσεων |
| δοτική | τῇ | κλήσει | ταῖς | κλήσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | κλῆσῐν | τὰς | κλήσεις |
| κλητική ὦ! | κλῆσῐ | κλήσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλήσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κλησέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλῆσις < θέμα κλη-, μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kelh₁- (φωνάζω, καλώ), απ' όπου και το καλέω / καλῶ + -σις [1]
Ουσιαστικό
κλῆσις-εως θηλυκό
- (νομικός όρος) η κλήτευση στο δικαστήριο, συνήθως για κατηγορούμενο, άρα και η κατηγορία
- η πρόσκληση, το κάλεσμα σε μια γιορτή
- η επίκληση προς ανώτερη δύναμη
- η κλήση σε βοήθεια
- το μεταφυσικό κάλεσμα, το κάλεσμα κάποιας ανώτερης δύναμης
- η ονομασία, τρόπος που καλούμε κάποιον
- (γραμματική) ο τρόπος που καλούνται τα ονόματα, αν καλούνται ως αρσενικά ή θηλυκά, αλλά και οι πλάγιες πτώσεις
- ↪ ἔχειν θηλείας ἢ ἄρρενος κλῆσιν
- σημείωση: διαφορετικό από το κλίσις (η κλίση, πώς κλίνεται)
Συγγενικά
με θέμα κλη-σ-
- ἀνεγκλησία
- ἐγκλησία
- ἐκκλησία & συγγενικά
- προκλησία
- πρωτοκλήσια (ουδέτερο, πληθυντικός)
με θέμα κλη-τ- → δείτε τη λέξη κλητός
με θέμα κλη-, → δείτε τη λέξη καλέω όπως και για το θέμα καλ-
Σύνθετα
- ἀνάκλησις
- ἀντίκλησις
- ἀντιπαράκλησις
- ἀντιπρόκλησις
- ἀπόκλησις
- ἔγκλησις
- εἴσκλησις
- ἔκκλησις
- ἐπανάκλησις
- ἐπίκλησις
- κατάκλησις
- μετάκλησις
- παράκλησις
- περίκλησις
- πρόκλησις
- πρόσκλησις
- σύγκλησις
Διαφορετικής αρχής το ἀπόσκλησις (< ἀποσκέλλω), το ἔκλησις (< ἐκλανθάνω).
Αναφορές
- «κλήση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- κλῆσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλῆσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.