προσκεκλημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσκεκλημένος | η | προσκεκλημένη | το | προσκεκλημένο |
| γενική | του | προσκεκλημένου | της | προσκεκλημένης | του | προσκεκλημένου |
| αιτιατική | τον | προσκεκλημένο | την | προσκεκλημένη | το | προσκεκλημένο |
| κλητική | προσκεκλημένε | προσκεκλημένη | προσκεκλημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσκεκλημένοι | οι | προσκεκλημένες | τα | προσκεκλημένα |
| γενική | των | προσκεκλημένων | των | προσκεκλημένων | των | προσκεκλημένων |
| αιτιατική | τους | προσκεκλημένους | τις | προσκεκλημένες | τα | προσκεκλημένα |
| κλητική | προσκεκλημένοι | προσκεκλημένες | προσκεκλημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσκεκλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσκαλώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.