καλώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καλώ < (καθαρεύουσα) καλῶ < αρχαία ελληνική καλέω / καλῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₁- < *kl̥h₁- (καλώ)

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈlo/

Ομώνυμα / Ομόηχα

Ρήμα

καλώ

  1. λέω ή παρακινώ κάποιον να έρθει κάπου, συνήθως σε κλειστό χώρο, ή προτρέπω κάποιον σε μια ενέργεια
    η γραμματέας κάλεσε τον πρώτο υποψήφιο για τη θέση να μπει στο γραφείο για τη συνέντευξη
    οι αφίσες των συνδικάτων καλούσαν τους εργαζόμενους στη γενική απεργία
    ο πρόεδρος του δικαστηρίου είπε στο συνήγορο να καλέσει τον πρώτο μάρτυρα
    μας καλεί το καθήκον
  2. προσκαλώ κάποιον σε γιορτή, εκδήλωση κλπ
    δεν πήγα στη γιορτή γιατί δε με είχαν καλέσει
  3. τηλεφωνώ σε κάποιον
    για πληροφορίες, παρακαλούμε καλέστε το 210223344
  4. (παθητικό)  δείτε τη λέξη καλούμαι

Κλίση

Συγγενικά

Σύνθετα

Και τα συγγενικά τους:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.