καθαρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καθαρός | η | καθαρή | το | καθαρό |
| γενική | του | καθαρού | της | καθαρής | του | καθαρού |
| αιτιατική | τον | καθαρό | την | καθαρή | το | καθαρό |
| κλητική | καθαρέ | καθαρή | καθαρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καθαροί | οι | καθαρές | τα | καθαρά |
| γενική | των | καθαρών | των | καθαρών | των | καθαρών |
| αιτιατική | τους | καθαρούς | τις | καθαρές | τα | καθαρά |
| κλητική | καθαροί | καθαρές | καθαρά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καθαρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καθαρός < καθαίρω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.θaˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θα‐ρός
Επίθετο
καθαρός, -ή, -ό
- που δεν υπάρχει πάνω του ή μέσα του βρομιά, λεκές, σκόνη, δυσάρεστη οσμή ή κάτι άλλο ανεπιθύμητο
- που δεν είναι αναμειγμένος με άλλες ουσίες
- ↪ καθαρό οινόπνευμα, καθαρό χρυσάφι
- που είναι έτοιμος για να χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά
- ↪ πήρε ένα καθαρό τετράδιο και ξανάρχισε το διήγημά του από την αρχή
- ευδιάκριτος
- ↪ καθαρό τετράδιο: το τετράδιο όπου ο μαθητής γράφει με καθαρά γράμματα τις εργασίες του για να τις ελέγξει ο δάσκαλος (σε αντίθεση με το πρόχειρο
- που δε βαρύνεται ηθικά ή νομικά με ενοχή ή μετά από έλεγχο προκύπτει ότι δεν υπάρχουν εις βάρος του ενοχοποιητικά στοιχεία
- ↪ έχω καθαρή τη συνείδησή μου
- που μετά από αποτοξίνωση δεν έχει κάνει χρήση ναρκωτικών ή αλκοόλ για ικανό χρονικό διάστημα
Εκφράσεις
- καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται : ο άνθρωπος με τιμιότητα και ειλικρίνεια δε φοβάται την κριτική των άλλων
Πολυλεκτικοί όροι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | καθαρός | ἡ | καθαρᾱ́ | τὸ | καθαρόν |
| γενική | τοῦ | καθαροῦ | τῆς | καθαρᾶς | τοῦ | καθαροῦ |
| δοτική | τῷ | καθαρῷ | τῇ | καθαρᾷ | τῷ | καθαρῷ |
| αιτιατική | τὸν | καθαρόν | τὴν | καθαρᾱ́ν | τὸ | καθαρόν |
| κλητική ὦ! | καθαρέ | καθαρᾱ́ | καθαρόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | καθαροί | αἱ | καθαραί | τὰ | καθαρᾰ́ |
| γενική | τῶν | καθαρῶν | τῶν | καθαρῶν | τῶν | καθαρῶν |
| δοτική | τοῖς | καθαροῖς | ταῖς | καθαραῖς | τοῖς | καθαροῖς |
| αιτιατική | τοὺς | καθαρούς | τὰς | καθαρᾱ́ς | τὰ | καθαρᾰ́ |
| κλητική ὦ! | καθαροί | καθαραί | καθαρᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καθαρώ | τὼ | καθαρᾱ́ | τὼ | καθαρώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | καθαροῖν | τοῖν | καθαραῖν | τοῖν | καθαροῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- καθαρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καθαρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.