καθαρτήρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καθαρτήρ οἱ καθαρτῆρες
      γενική τοῦ καθαρτῆρος τῶν καθαρτήρων
      δοτική τῷ καθαρτῆρ τοῖς καθαρτῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν καθαρτῆρ τοὺς καθαρτῆρᾰς
     κλητική ! καθαρτήρ καθαρτῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καθαρτῆρε
γεν-δοτ τοῖν  καθαρτήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καθαρτήρ < καθαίρω, θέμα καθαρ- (< καθαρός) + -τήρ

Ουσιαστικό

καθαρτήρ, -ῆρος αρσενικό

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις καθαίρω και καθαρός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.