καθαρτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καθαρτής οι καθαρτές
      γενική του καθαρτή των καθαρτών
    αιτιατική τον καθαρτή τους καθαρτές
     κλητική καθαρτή καθαρτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καθαρτής < αρχαία ελληνική καθαρτής < καθαίρω

Ουσιαστικό

καθαρτής αρσενικό (θηλυκό: καθάρτρια)

  1. (κυριολεκτικά) αυτός που καθαρίζει
    άλλες μορφές: καθαριστής
  2. (μεταφορικά) αυτός που κάνει καθαρμούς
  3. (πτηνό) ιερακόμορφο πτηνό της οικογένειας των καθαρτιδών (Cathartidae)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.