νομικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
νομικά
<
νομικός
Ουσιαστικό
νομικά
ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
η
νομική
επιστήμη
Επίρρημα
νομικά
όσον αφορά στους
νόμους
ή διά του νόμου
είναι
νομικά
κατοχυρωμένο
Μεταφράσεις
αγγλικά
:
όσο αφορά την ισχύουσα/τρέχουσα νομοθεσία
:
legally
(en)
·
έκφραση
:
in the eyes of the law
(en)
·
όσο αφορά την νομική φιλοσοφία και επιστήμη
:
jurisprudentially
(en)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
νομικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
νομικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.