καθαρμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καθαρμός οι καθαρμοί
      γενική του καθαρμού των καθαρμών
    αιτιατική τον καθαρμό τους καθαρμούς
     κλητική καθαρμέ καθαρμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καθαρμός < καθαίρω

Ουσιαστικό

καθαρμός αρσενικό αμόλυντος

οι θρησκευτικές τελετές που γίνονταν στην αρχαία Αθήνα σε περιπτώσεις λιμού, λοιμού και θεομηνίας για την απαλλαγή της πόλης από τις συμφορές.

«Ο καθαρμός ἢ κάθαρμα τοιοῦτον ἦν τό πάλαι. ἄν συμφορά κατέλαβε τήν πόλιν, θεομηνία, εἴτε λοιμός εἴτε λιμός εἴτε καί βλάβος άλλο, τῶν πάντων ἀμορφότερον ἦγον ὡς πρός θυσίαν, εἰς καθαρμόν καί φάρμακον πόλεως τῆς νοσούσης» Ιωάννης Λυδός (6ος αι. μ.Χ) «Περί διοσημειώσεων»

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.