διαυγής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαυγής | η | διαυγής | το | διαυγές |
| γενική | του | διαυγούς* | της | διαυγούς | του | διαυγούς |
| αιτιατική | τον | διαυγή | τη | διαυγή | το | διαυγές |
| κλητική | διαυγή(ς) | διαυγής | διαυγές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαυγείς | οι | διαυγείς | τα | διαυγή |
| γενική | των | διαυγών | των | διαυγών | των | διαυγών |
| αιτιατική | τους | διαυγείς | τις | διαυγείς | τα | διαυγή |
| κλητική | διαυγείς | διαυγείς | διαυγή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαυγής < αρχαία ελληνική διαυγής < αὐγής < αὐγή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.