ενοχή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενοχή | οι | ενοχές |
| γενική | της | ενοχής | των | ενοχών |
| αιτιατική | την | ενοχή | τις | ενοχές |
| κλητική | ενοχή | ενοχές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενοχή < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐνοχή < αρχαία ελληνική ἐνέχομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.noˈçi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νο‐χή
- παρώνυμο: ανοχή
Ουσιαστικό
ενοχή θηλυκό
- η κατάσταση του ενεχόμενου σε κολάσιμη ή επιλήψιμη πράξη
- ↪ ο εισαγγελέας πρέπει να αποδείξει στο δικαστήριο την ενοχή του κατηγορουμένου
- (και στον πληθυντικό) η κατάσταση κατά την οποία κάποιος μέμφεται τον εαυτό του για πράξη ή παράλειψή του - το συναίσθημα που συνοδεύει αυτήν την κατάσταση
- ↪ δεν πρέπει να νιώθεις ενοχές, δεν μπορούσες να κάνεις τίποτε για να βοηθήσεις
- η σχέση του νομικά υπόχρεου προς έναν δεύτερο, όπου η υποχρέωση μπορεί να λάβει τη μορφή παροχής (αγαθού ή υπηρεσίας) ή αυτής της παράλειψης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.