αναμειγμένος

Ελληνικά (el)

πτώση ενικός
ονομαστική αναμειγμένος αναμειγμένη αναμειγμένο
γενική αναμειγμένου αναμειγμένης αναμειγμένου
αιτιατική αναμειγμένο αναμειγμένη αναμειγμένο
κλητική αναμειγμένε αναμειγμένη αναμειγμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική αναμειγμένοι αναμειγμένες αναμειγμένα
γενική αναμειγμένων αναμειγμένων αναμειγμένων
αιτιατική αναμειγμένους αναμειγμένες αναμειγμένα
κλητική αναμειγμένοι αναμειγμένες αναμειγμένα

Μετοχή

αναμειγμένος, -η, -ο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.