καθαίρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθαίρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθαίρω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈθe.ɾo/
τονικό παρώνυμο: καθαιρώ
τυπογραφικός συλλαβισμός: καθαίρω

Ρήμα

καθαίρω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

καθαίρω > καθαρός (θέμα καθαρj-) Δεν σχετίζεται με το ἀείρω / αἴρω ούτε με το αἱρέω / αἱρῶ

Ρήμα

  1. καθαρίζω
     συνώνυμα: καθαρίζω
  2. εξαγνίζω
     συνώνυμα: ἁγνίζω, καθαριόω
     αντώνυμα: μιαίνω, μολύνω

Συγγενικά

Σύνθετα

  • ἀνακαθαίρω
  • ἀποκαθαίρω
  • διακαθαίρω
  • ἐκκαθαίρω
  • ἐπικαθαίρω
  • παρεκκαθαίρω
  • περικαθαίρω
  • προανακαθαίρω
  • προδιακαθαίρω
  • προεκκαθαίρω
  • προκαθαίρω
  • προπερικαθαίρω
  • προσανακαθαίρω
  • προσαποκαθαίρω
  • προσεκκαθαίρω
  • προσκαθαίρω
  • συγκαθαίρω
  • συνανακαθαίρω
  • συναποκαθαίρομαι
  • ὑπανακαθαίρω
  • ὑπεκκαθαίρω
  • ὑπερκαθαίρομαι
  • ὑποκαθαίρω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.