κάθαρμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κάθαρμα | τα | καθάρματα |
| γενική | του | καθάρματος | των | καθαρμάτων |
| αιτιατική | το | κάθαρμα | τα | καθάρματα |
| κλητική | κάθαρμα | καθάρματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάθαρμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάθαρμα (μολυσμένο απομεινάρι μετά από καθαρμό - απόβλητος) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.θaɾ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐θαρ‐μα
Ουσιαστικό
κάθαρμα ουδέτερο
- (υβριστικό) ο ελεεινός και τρισάθλιος άνθρωπος, ο ανήθικος
- ↪ Α το κάθαρμα, με χτύπησε πισώπλατα!
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κάθαρμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | κάθαρμᾰ | τὰ | καθάρμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | καθάρμᾰτος | τῶν | καθαρμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | καθάρμᾰτῐ | τοῖς | καθάρμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | κάθαρμᾰ | τὰ | καθάρμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | κάθαρμᾰ | καθάρμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καθάρμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καθαρμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάθαρμα < καθαίρω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
κάθαρμα, -τος ουδέτερο
- αυτό που αποβάλλεται όταν καθαρίζουμε κάτι
- (μεταφορικά) κάθαρμα, απόβλητος, ελεεινός
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 454 (454-455)
- [ΠΕ.] γρύζειν δὲ καὶ τολμᾶτον, ὦ καθάρματε, | ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ δεινὰ δρῶντ᾽ εἰλημμένω;
- [ΠΕΝ.] Και τολμάτε, καθάρματα, να γρούζετε, | που στα φόρα σάς έπιασα να κάνετε έγκλημα φοβερότατο;
- Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- [ΠΕ.] γρύζειν δὲ καὶ τολμᾶτον, ὦ καθάρματε, | ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ δεινὰ δρῶντ᾽ εἰλημμένω;
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Περὶ τοῦ στεφάνου (Ὑπὲρ Κτησιφῶντος), 128
- σοὶ δ᾽ ἀρετῆς, ὦ κάθαρμα, ἢ τοῖς σοῖς τίς μετουσία; ἢ καλῶν ἢ μὴ τοιούτων τίς διάγνωσις;
- Γιατί αυτά βέβαια τον ακούγατε να λέει. Εσύ όμως, κάθαρμα, και το σόι σου ποιά σχέση έχετε με την αρετή; Ποιά η διάκριση για σένα ανάμεσα στο καλό και στο κακό;
- Μετάφραση (2012): Α.Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- σοὶ δ᾽ ἀρετῆς, ὦ κάθαρμα, ἢ τοῖς σοῖς τίς μετουσία; ἢ καλῶν ἢ μὴ τοιούτων τίς διάγνωσις;
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 211
- Ἀλλ᾽ οἶμαι ταῦτα μὲν ἂν εἴποι ἀνὴρ ὄντως βεβιωκὼς μετ᾽ ἀρετῆς· ἃ δὲ σὺ λέξεις, εἴποι ἂν κάθαρμα ζηλοτυποῦν ἀρετήν.
- Αυτά, νομίζω, θα έλεγε ένας πραγματικός άνδρας που έχει ζήσει ενάρετα· όσα όμως θα πεις εσύ θα τα έλεγε ένα κάθαρμα που προσποιείται τον ενάρετο.
- Μετάφραση (2012): Αθανάσιος Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- Ἀλλ᾽ οἶμαι ταῦτα μὲν ἂν εἴποι ἀνὴρ ὄντως βεβιωκὼς μετ᾽ ἀρετῆς· ἃ δὲ σὺ λέξεις, εἴποι ἂν κάθαρμα ζηλοτυποῦν ἀρετήν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 454 (454-455)
- τόπος στον οποίο έχει γίνει τελετή καθαρισμού, εξαγνισμού
- (στον πληθυντικό) κάθαρση, εξαγνισμός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 1316 (1313-1316)
- ἡ νεᾶνις ἣ ᾽νθάδε | βωμοῖς παρίστατ᾽, Ἰφιγένει᾽, ἔξω χθονὸς | σὺν τοῖς ξένοισιν οἴχεται, σεμνὸν θεᾶς | ἄγαλμ᾽ ἔχουσα· δόλια δ᾽ ἦν καθάρματα.
- η κοπέλα που είχε | των βωμών τη φροντίδα, η Ιφιγένεια, πάει έξω από τη χώρα | με τους ξένους της θεάς κρατώντας τη σεβάσμια εικόνα· | κι αυτά τα καθαρίσματα ήταν δόλος.
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία, 1979:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ἡ νεᾶνις ἣ ᾽νθάδε | βωμοῖς παρίστατ᾽, Ἰφιγένει᾽, ἔξω χθονὸς | σὺν τοῖς ξένοισιν οἴχεται, σεμνὸν θεᾶς | ἄγαλμ᾽ ἔχουσα· δόλια δ᾽ ἦν καθάρματα.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 1316 (1313-1316)
Πηγές
- κάθαρμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κάθαρμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.