clean

Αγγλικά (en)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός clean
συγκριτικός cleaner
υπερθετικός cleanest

clean (en)

  1. καθαρός, όχι βρόμικος
    clean hands - καθαρά χέρια
    Keep the classroom clean!
    Διατηρείτε την τάξη καθαρή!
    Put on a clean shirt!
    Φόρεσε καθαρό πουκάμισο!
  2. καθαρός, που έχει καθαρή εμφάνιση και ζει σε καθαρές συνθήκες
    clean people - καθαροί άνθρωποι
  3. καθαρός, χωρίς επιβλαβείς ή δυσάρεστες ουσίες
    clean air/clean water - καθαρός αέρας/καθαρό νερό
  4. αγνός, που δεν είναι προσβλητικό ή δεν αναφέρεται στο σεξ· για ένα άτομο που δεν κάνει τίποτα που θεωρείται κακό ή λάθος
    I live a clean life.
    Κάνω αγνή ζωή.
  5. καθαρός, που δεν έχει ποινικό μητρώο
    I have a clean record.
    Έχω καθαρό μητρώο.

Επίρρημα

παραθετικά
θετικός clean
συγκριτικός cleaner
υπερθετικός cleanest

clean (en)

  • (ανεπίσημο) εντελώς, πέρα ως πέρα, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι κάτι συμβαίνει εντελώς
    I clean forgot about it.
    Το ξέχασα εντελώς.
    The bullet went clean through his shoulder.
    Η σφαίρα πέρασε τον ώμο του πέρα ως πέρα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη completely

Ρήμα

ενεστώτας clean
γ΄ ενικό ενεστώτα cleans
αόριστος cleaned
παθητική μετοχή cleaned
ενεργητική μετοχή cleaning

clean (en)

  • καθαρίζω
    Clean your shoes, please, before coming in the house.
    Να καθαρίζεις τα παπούτσια σου, σε παρακαλώ, όταν μπαίνεις στο σπίτι.

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.