clean
Αγγλικά (en)
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | clean |
| συγκριτικός | cleaner |
| υπερθετικός | cleanest |
clean (en)
- καθαρός, όχι βρόμικος
- ↪ clean hands - καθαρά χέρια
- ↪ Keep the classroom clean!
- Διατηρείτε την τάξη καθαρή!
- ↪ Put on a clean shirt!
- Φόρεσε καθαρό πουκάμισο!
- καθαρός, που έχει καθαρή εμφάνιση και ζει σε καθαρές συνθήκες
- ↪ clean people - καθαροί άνθρωποι
- καθαρός, χωρίς επιβλαβείς ή δυσάρεστες ουσίες
- ↪ clean air/clean water - καθαρός αέρας/καθαρό νερό
- αγνός, που δεν είναι προσβλητικό ή δεν αναφέρεται στο σεξ· για ένα άτομο που δεν κάνει τίποτα που θεωρείται κακό ή λάθος
- ↪ I live a clean life.
- Κάνω αγνή ζωή.
- ↪ I live a clean life.
- καθαρός, που δεν έχει ποινικό μητρώο
- ↪ I have a clean record.
- Έχω καθαρό μητρώο.
- ↪ I have a clean record.
Επίρρημα
| παραθετικά | |
| θετικός | clean |
| συγκριτικός | cleaner |
| υπερθετικός | cleanest |
clean (en)
- (ανεπίσημο) εντελώς, πέρα ως πέρα, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι κάτι συμβαίνει εντελώς
- ↪ I clean forgot about it.
- Το ξέχασα εντελώς.
- ↪ The bullet went clean through his shoulder.
- Η σφαίρα πέρασε τον ώμο του πέρα ως πέρα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
- ↪ I clean forgot about it.
Ρήμα
| ενεστώτας | clean |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | cleans |
| αόριστος | cleaned |
| παθητική μετοχή | cleaned |
| ενεργητική μετοχή | cleaning |
clean (en)
- καθαρίζω
- ↪ Clean your shoes, please, before coming in the house.
- Να καθαρίζεις τα παπούτσια σου, σε παρακαλώ, όταν μπαίνεις στο σπίτι.
- ↪ Clean your shoes, please, before coming in the house.
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.