ευδιάκριτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευδιάκριτος | η | ευδιάκριτη | το | ευδιάκριτο |
| γενική | του | ευδιάκριτου | της | ευδιάκριτης | του | ευδιάκριτου |
| αιτιατική | τον | ευδιάκριτο | την | ευδιάκριτη | το | ευδιάκριτο |
| κλητική | ευδιάκριτε | ευδιάκριτη | ευδιάκριτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευδιάκριτοι | οι | ευδιάκριτες | τα | ευδιάκριτα |
| γενική | των | ευδιάκριτων | των | ευδιάκριτων | των | ευδιάκριτων |
| αιτιατική | τους | ευδιάκριτους | τις | ευδιάκριτες | τα | ευδιάκριτα |
| κλητική | ευδιάκριτοι | ευδιάκριτες | ευδιάκριτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευδιάκριτος < ελληνιστική κοινή εὐδιάκριτος
Επίθετο
ευδιάκριτος, -η, -ο
- που διακρίνεται εύκολα
- ↪ Τα χαρακτηριστικά του αγνώστου δεν ήταν ευδιάκριτα μέσα στο σκοτάδι
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.