τιμιότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τιμιότητα οι τιμιότητες
      γενική της τιμιότητας των τιμιοτήτων
    αιτιατική την τιμιότητα τις τιμιότητες
     κλητική τιμιότητα τιμιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τιμιότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρογγυλότης από την αιτιατική ενικού «τὴν στρογγυλότητα». Συγχρονικά αναλύεται σε τίμι(ος) + -ότητα.

Προφορά

ΔΦΑ : /ti.miˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τιμιότητα

Ουσιαστικό

τιμιότητα θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

τιμιότητα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.