καθαρά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθαρά < καθαρός

Επίρρημα

καθαρά

  1. με καθαρό τρόπο
    αν και μόλις τριών ετών, μιλάει πολύ καθαρά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

καθαρά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.